|
|
|
|
|
|
|
Το αίμα ανακατεύτηκε με το μελάνι,
γι αυτό οι νέες γραφές είναι λασπερές.
Πάνω στα σκορπισμένα μέλη, ρούχα και
έπιπλα γίνανε σαν σκληρές κουβέρτες.
Η νύχτα αναρωτήθηκε αν είναι ηθικό να κρύψει
τόση κτηνωδία, έπειτα αποφάσισε:
θα έμενε μετέωρη πολύ ψηλά στον ουρανό,
στο τελευταίο κτήμα των απόκληρων.
Και η σιωπή κατέβηκε και, σαν να εξαφανίστηκαν
οι σκάλες, έπεσε μ’ όλο της το βάρος
σαν μολύβι.
Κάποιοι από εκείνους που ψυχορραγούσαν
αναγνωρίσανε τη σιωπή αυτή.
Φώναξαν τις μανάδες τους για βοήθεια,
όμως αυτές κοιμόντουσαν στο διπλανό δωμάτιο,
με το κομμένο τους κεφάλι πάνω στο μαξιλάρι.
Λεκιάστηκε μόλις το άγγιξαν το μαντίλι του
Σοχραβαρντί…
Πολλές βδομάδες ύστερα από τη σφαγή ένας νέος
διάβαζε ένα εγχειρίδιο για την
κατασκευή νεκροταφείων.
Όμως ποτέ δεν βρήκε ένα κομμάτι γης
να θάψει τους νεκρούς.
Άφησε τις μελέτες του
κι ενώθηκε με τους αντάρτες.
Κανείς δεν ξέρει που να βρίσκεται, ούτε αν είναι
Ακόμη στη ζωή.*
*Απόσπασμα από το ποίημα “Τζενίν” ( Ετέλ Αντνάν, Μάιος 2002) |
|
|
|